- ἀνδρείαν
- ἀνδρείᾱν , ἀνδρείαmayfem acc sg (attic doric aeolic)ἀνδρείᾱν , ἀνδρεῖοςoffem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
крѣпость — Крепость крѣпость (1) 1. Мужество, доблесть: Почнемъ же, братіе, повѣсть сію отъ стараго Владимера до нынѣшняго Игоря, иже истягну умь крѣпостію своею и поостри сердца своего мужествомъ, наплънився ратнаго духа, наведе своя храбрыя плъкы на землю … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
моужьство — МОУЖЬСТВ|О (141), А с. 1.Собир. Мужской пол: на въсточьнѣи горѣ мѹжьскъ полъ и женьскъ донѥли далече ѥсть ѡтъ себе. никакоже огнь не жьжеть. аще ли приближитьсѧ мѹжьство. женьствѣ. възгоритьсѧ огнь. (τῷ ἄρρενι) СбТр ХII/XIII, 150; то же ПНЧ XIV,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ENYALII Jovis — mentio apud Ioseph. ex Histiaeo Milesio antiquissimo rerum Phoeniciarum Scriptore, qui de campo Senaar, ubi Babylon condita, sic scribit: Τῶν ευὲ ἱερέων τοὺς διασωθέντας, τὰ τȏυ Ε᾿νυαλέου Διὸς ἱερώματα λαβόντας, εἰς Σεναὰρ τῆς Βαβυλῶνος ἐλθεῖν.… … Hofmann J. Lexicon universale
VENATIO — Polluci, l. 5. ἐπιτήδευμα ἡρωικὸν καὶ βασιλικὸν καὶ πρὸς εὐσωματίαν ἅμα καὶ εὐψυχίαν ἀοκεῖ, καί ἐςτιν εἰρηνικῆς τε καρτερίας ἅμα καὶ πολεμικῆς τόλμης μελέτημα πρὸς ἀνδρείαν φέρον: Xenophonti, Cyrop. l. 1. Α᾿ληθεςτάτη τῶ πρὸς τὸν πόλεμον μελέτη,… … Hofmann J. Lexicon universale
μεγάλανδροι — μεγάλανδροι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλοι ἄνδρες, ἢ μεγάλοι κατὰ τὴν ἀνδρείαν, ἢ πολυανδροῡντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός)] … Dictionary of Greek
μεγαλοφροσύνη — η (ΑM μεγαλοφροσύνη) [μεγαλόφρων] 1. η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού μεγαλόφρονα, το να έχει κανείς υψηλό και γενναίο φρόνημα, η μεγαλοψυχία, η γενναιοφροσύνη («τὴν σὴν ἀνδρείαν καὶ μεγαλοφροσύνην», Πλάτ.) 2. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek
παρονομάζω — Α 1. ονομάζω κάτι με ονομασία ελαφρά αλλοιωμένη, αλλάζω ελαφρά το όνομα κάποιου («Ἀκτικὴν τὴν νῡν Ἀττικήν παρονομασθεῑσαν», Στράβ.) 2. παράγω, σχηματίζω ένα όνομα από άλλο 3. παθ. παρονομάζομαι παίρνω παρωνύμιο, παρατσούκλι 4. προσθέτω σε κάποιον … Dictionary of Greek
προξενώ — προξενῶ, έω, ΝΜΑ [πρόξενος] προκαλώ κάτι, γίνομαι αίτιος να γίνει κάτι (α. «ξίφος έξω από τη θήκη / πλέον ανδρείαν σού προξενεί», Σολωμ. β. «ταύτην σοι τὴν εὐδαιμονίαν προξενοῡμεν», ΚΔ γ. «οἱ ταύτην Καίσαρι τὴν τιμὴν προξενοῡντες», Πλούτ.) μσν.… … Dictionary of Greek
АНДРЕЙ КРИТСКИЙ — [в Криси; греч. ὁ ἐν τῇ Κρίσει] († 767), прмч. (пам. 17 окт., пам. греч. 19, 20, 21 окт. вместе со Стефаном, Павлом и Петром). Отличен от Андрея, архиеп. Критского (пам. 4 июля). Сохранились 2 жития святого: одно написано вскоре после его смерти … Православная энциклопедия